καρκινογόνος

καρκινογόνος
-ο, θηλ. και -α
ιατρ. αυτός που είναι ικανός να προκαλέσει κακοήθη εκφύλιση τών ζωντανών ιστών, αυτός που προκαλεί καρκίνο («καρκινογόνες ουσίες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carcinogenic < carcino- (πρβλ. καρκίνος) + -gen-ic (πρβλ. γεν-ικός < γένος), που στην ελλ. αποδίδεται με το -γόνος (< γόνος), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα γον- της ρίζας -γεν-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • μετασχηματισμός — ο (Α μετασχηματισμός) [μετασχηματίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετασχηματίζω, η μετατροπή, η μεταβολή σχήματος ή μορφής, η μεταμόρφωση, η μετάπλαση, η μεταποίηση («ἐπιφέρει τὸ πλῆθος τῶν ἐν μέρει μετασχηματισμῶν αὐτῆς», Στράβ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • χολανθρένιο — το, Ν (βιοχ.) καρκινογόνος πεντακυκλικός αρωματικός υδρογονάνθρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholanthrene] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”